καταιγίδα

καταιγίδα
Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της αστάθειας της ατμόσφαιρας, η οποία έχει συνέπεια τη δημιουργία ισχυρών ανοδικών κινήσεων, που σχηματίζουν ένα τεράστιο σύννεφο τύπου σωρειτομελανία, του οποίου η κορυφή μερικές φορές μπορεί να ξεπεράσει το ύψος των 15.000 μ. Γενικά οι αναγκαίες συνθήκες για τη δημιουργία μιας κ. είναι δύο: ο αέρας που βρίσκεται σε ανοδική κίνηση να περιέχει μεγάλες ποσότητες υδρατμών –ώστε να τροφοδοτεί με υγρασία τα ογκώδη νέφη που δημιουργούνται– και η θερμοκρασία του αέρα να ελαττώνεται γρήγορα με το ύψος (για την εκδήλωση της κ. είναι απαραίτητη η παρουσία παγοκρυστάλλων στα ανώτερα στρώματα του σωρειτομελανία). Ανάλογα με τον τρόπο σχηματισμού τους, οι κ. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε θερμικές ή κ. αέριας μάζας (οι οποίες οφείλονται στις ισχυρές ανοδικές κινήσεις υγρού και θερμού αέρα, εξαιτίας της υπερθέρμανσης της επιφάνειας του εδάφους) και στις δυναμικές κ., οι οποίες με τη σειρά τους διαιρούνται σε μετωπικές κ. και σε ορεογραφικές κ. Οι μετωπικές κ. οφείλονται σε μεγάλες σφήνες ψυχρού αέρα, οι οποίες εισχωρούν κάτω από μια θερμή αέρια μάζα και την αναγκάζουν σε γρήγορη ανοδική κίνηση, συνθήκη που παρατηρείται στα ψυχρά μέτωπα ή όταν πάνω από τη θερμή μετωπική επιφάνεια υπάρχει αστάθεια. Οι ορεογραφικές κ. δημιουργούνται, όταν μια υγρή και ασταθής αέρια μάζα αναγκάζεται να ανεβεί πάνω στις πλαγιές μιας οροσειράς, οπότε μπορεί να σχηματιστούν καταιγιδοφόρα νέφη. Στις εύκρατες περιοχές οι κ. αέριας μάζας που σχηματίζονται πάνω από την ξηρά εμφανίζονται πιο συχνά το καλοκαίρι, ενώ οι κ. θερμού και ψυχρού μετώπου εμφανίζονται πιο συχνά τον χειμώνα, περίοδος κατά την οποία η υφεσιακή και μετωπική δράση βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Στις τροπικές περιοχές, οι κ. αέριας μάζας είναι συχνές καθόλη τη διάρκεια του έτους, εξαιτίας της μεγάλης ηλιοφάνειας, των μεγάλων θερμοβαθμίδων και της υψηλής υγρασίας. Οι κ. θερμού μετώπου οφείλονται στην ανοδική κίνηση υγρών αερίων μαζών κατά μήκος της θερμής μετωπικής επιφάνειας. Οι κ. ψυχρού μετώπου διακρίνονται σε αυτές που εμφανίζονται σχετικά κοντά στο ψυχρό μέτωπο, κοντά στο έδαφος, και σε αυτές που εμφανίζονται στα ανώτερα στρώματα. Στις πρώτες ο ψυχρός αέρας κινείται ταχύτερα από τον θερμό, εισχωρεί με τη μορφή σφήνας κάτω από τον θερμό και τον αναγκάζει σε γρήγορη ανοδική κίνηση, ενώ στις δεύτερες ο ψυχρός αέρας κινείται ταχύτερα στα ανώτερα τμήματα της ψυχρής μετωπικής επιφάνειας παρά στην επιφάνεια του εδάφους. Όταν πλησιάζει μια κ., ο άνεμος είναι ασθενής και διευθύνεται συνήθως προς αυτή, ενώ κατά τη διάβασή της η κ. συνοδεύεται από θυελλώδη άνεμο, προερχόμενο από την ίδια διεύθυνση με την κ. Όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί στο καταιγιδοφόρο νέφος, έχει διαπιστωθεί ότι η ορατότητα είναι ελάχιστη (σχεδόν μηδενική), οι άνεμοι θυελλώδεις, ανοδικοί και καθοδικοί (πολύ επικίνδυνοι για αεροπλάνα που περνούν μέσα από το νέφος) και εκτός από τον μεγάλο αριθμό υδροσταγονιδίων που υπάρχουν στο νέφος, βρίσκονται επίσης πολλά υδρομετέωρα, βροχή, χιόνι, χαλάζι κλπ. Οι περισσότερες κ. σημειώνονται στις τροπικές περιοχές, ενώ οι λιγότερες στις αρκτικές. Έχει υπολογιστεί ότι πάνω από την επιφάνεια oλόκληρης της Γης –ιδιαίτερα στην τροπική ζώνη– εμφανίζονται ετησίως περίπου 16 εκατ. κ. Η καταιγίδα χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές, ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις και πυκνή νέφωση (φωτ. ΑΠΕ). Καταιγίδα με χαλάζι στη Βαρκελώνη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταιγίδα — η ραγδαία βροχή, θύελλα: Μπείτε μέσα, γιατί θα έρθει καταιγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταιγίδα — καταιγίς squall descending from above fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… …   Dictionary of Greek

  • αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] …   Dictionary of Greek

  • περιστερία — Τρία βραχόνησα στη νότια ακτή της Σαλαμίνας. Στα νησιά αυτά, τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1852, (14 με το τότε ημερολόγιο), καταιγίδα έριξε την κορβέτα “Αμαλία”, που κυριολεκτικά διαλύθηκε. Η ίδια καταιγίδα κατέριψε και μια στήλη στο ναό του… …   Dictionary of Greek

  • χιονοκαταιγίδα — η, Ν καταιγίδα που συνοδεύεται από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καταιγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. χιονοκαταιγίς, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”